top of page
Παραδοσιακά Όργανα
 
Μπουζούκι

 

Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλικά ελάσματα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.

Διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ , ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου.

 

 
Κρουστά (παραδοσιακά-Latin)
Ο κύκλος σπουδών απευθύνεται τόσο στον επαγγελματία, όσο και στον ερασιτέχνη μουσικό. Αποτελείται από πέντε επίπεδα αλλά εύκολα προσαρμόζεται στις ανάγκες του κάθε μουσικού.
Περιλαμβάνει ομάδες κρουστών από την Ελλάδα αλλά και τον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων και της Μεσογείου. Επίσης την ομάδα κρουστών της Αφροαμερικάνικης μουσικής, γνωστής ως Latin, καθώς και κάποια  κρουστά της Δυτικής Αφρικής.
Η επιλογή των κρουστών έχει γίνει με σκοπό ο μουσικός  που τελειώνει τον κύκλο σπουδών  να είναι έτοιμος να ανταπεξέλθει σε ότι του ζητηθεί σε ζωντανές εμφανίσεις αλλά και σε ηχογραφήσεις.
Η διδασκαλία επίσης βασίζεται στις σύγχρονες αλλά και διαχρονικές ανάγκες της Ελληνικής και της διεθνούς μουσικής σκηνής με ατομικά και ομαδικά μαθήματα μουσικών συνόλων.    
 
Διδάσκει ο Σωκράτης Γανιάρης
 
 
Τζουράς

 

Ο τζουράς είναι νυκτό μουσικό όργανο, οκτάχορδο ή εξάχορδο. Έχει μανίκι και κεφαλάρι μπουζουκιού, αλλά μικρότερο σκάφος, περίπου διπλάσιο από τον μπαγλαμά. Κατασκευάζεται από τα ίδια υλικά και με παρόμοιες τεχνικές με το μπουζούκι. Ο ήχος του θυμίζει μπουζούκι αλλά έχει τη δική του ιδιαίτερη χροιά, γι' αυτό ο τζουράς έχει κατακτήσει την θέση που έχει σήμερα στην ελληνική λαϊκή ορχήστρα. 

 
Σάζι (ταμπουράς)

 

Το σάζι ήταν αρχαίο ελληνικό όργανο, το οποίο πέρασε στα χέρια των αράβων, καθώς και οι αρχαιοελληνικοί δρόμοι,  στα χρόνια του Μέγα Θεοδόσιου. Οι Οθωμανοί έδωσαν στους αρχαιοελληνικούς δρόμους τούρκικα ονόματα καθώς και το ίδιο έκαναν και στα όργανα που χρησιμοποίησαν.Το κούρδισμα των διαφόρων τύπων του saz δεν έχει καθολική μορφή. Είναι ωστόσο συνηθισμένο το κούρδισμα ΣΟΛ-ΡΕ-ΛΑ από την τρίτη χορδή στην πρώτη, όπου η τρίτη χορδή είναι σε οκτάβα, η μεσαία σε ταυτοφωνία και η πρώτη (η ΛΑ) είναι είτε σε ταυτοφωνία είτε σε οκτάβα. Αυτό το κούρδισμα βέβαια δεν είναι απόλυτο ούτε έχει κυριαρχήσει καθώς ο εκάστοτε μουσικός κουρδίζει το όργανο ανάλογα με το δρόμο που παίζει (τα λεγόμενα μακάμια, maqam) και ανάλογα με τη φωνή του τραγουδιστή. Η τεχνική παιξίματος διαφέρει, ωστόσο η πιο αποδεκτή, είναι το χτύπημα με το δεξί χέρι ακολουθώντας το ρυθμό της μελωδίας, ενώ το αριστερό χέρι πατά στις χορδές κάπως πιο ελεύθερα, με έναν τρόπο παρόμοιο με τη ρώσικη μπαλαλάικα.

 

 
Ούτι

 

Το ούτι (απ΄το αραβικό al oud = ξύλο) έχει μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο, κοντό και φαρδύ χέρι χωρίς μπερντέδες, κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γωνία με το χέρι και κλειδιά απ΄τα πλάγια. Παίζεται με πλήκτρο (πένα). Το ούτι αν και το συναντάμε στην Ελλάδα, παίζεται σε περιορισμένη κλίμακα. Ούτι έπαιζαν αποκλειστικά οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι και αγνοούσαν το ελληνικό λαγούτο με το μακρύ χέρι. Μετά την Καταστροφή του '22 και την ανταλλαγή των πληθυσμών το ούτι χρησιμοποιήθηκε και στο ελλαδικό χώρο.

 

 
Λαούτο

 

Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα ή άλλα όργανα. Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι λα ρε σολ, από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεργιανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρόλα αυτά οι δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες. Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη,όπου συνοδεύει κυρίως την λύρα,καθώς και στην Κύπρο, όπου συνοδεύει συνήθως το βιολί . Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια. Η οικογένεια του λαούτου, αποτελείται και από άλλα όργανα, όπως την λάφτα (η οποία λέγεται και πολίτικο λαούτο).

 

 
Κανονάκι

 

Το κανονάκι (ονομασία που προέρχεται από τον κανόνα -το πειραματικό μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγόνειο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο). Νυκτό όργανο, με εντέρινες χορδές, παίζεται με δύο πένες που προσδένονται με μεταλλικές δακτυλήθρες στους δείκτες των δύο χεριών. Σε κάθε χορδή, κινητοί καβαλάρηδες υψώνουν τους φθόγγους σύμφωνα με τα μικροδιαστήματα της παραδοσιακής μουσικής κλίμακας όπου κινείται ο οργανοπαίκτης.

 

 
Βυζαντινή Μουσική & Δημοτικό Τραγούδι

 

Βυζαντινή μουσική είναι η εξέλιξη και καλλιέργεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής και πήρε το όνομα αυτό από την περιοχή του Βυζαντίου που ειναι η πρώτη ονομασία της πρωτεύουσας της νέας αυτοκρατορίας, κατά τον Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο. Η Βυζαντινή Μουσική είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα.

. Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολό της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.

Μέρος της βυζαντινής μουσικής, αν και χρονικά μεταγενέστερο μπορεί να θεωρηθεί το δημοτικό τραγούδι, αν και διαφέρει από την εκκλησιαστική μουσική στο ότι έχει σταθερό μέτρο, ώστε να εξυπηρετείται και ο χορευτικός σκοπός. Αυτό δεν είναι τυχαίο: στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, από τον ίδιο πολιτισμό η μουσική είναι ενιαία. Μην ξεχνάμε πως η πρώτη φορά που διδάχτηκε (ευρέως) η δυτική μουσική στον Ελληνικό χώρο, ήταν με την έλευση του Όθωνα. Μέχρι τότε η μουσική που εκτελείτο, ακουγόταν καταγραφόταν και διδασκόταν (εμπειρικά ή/και σε μουσικοδιδασκαλεία) ήταν η βυζαντινή.

bottom of page